- μυλιαῖοι
- μῠλ-ιαῖοι ὀδόντες, οἱ,A = μύλαι v, Ruf. ap.Orib.49.27.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυλιαῖοι — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλιαίοις — μυλιαῖοι masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλιαίων — μυλιαῖοι masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλιαίος — μυλιαῑος, αία, ον (Α) φρ. α) «μυλιαῑος λίθος» μυλίτης λίθος, μυλόπετρα β) «μυλιαῑοι ὀδόντες» γομφίοι, τραπεζίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη, + κατάλ. ιαῑος (πρβλ. γναθ ιαίος)] … Dictionary of Greek